«Ένιωσα ότι έρχονται πάνω μου τα σίδερα, έρχονται πάνω μου οι τοίχοι, απευθείας έπιασε φωτιά, σε δευτερόλεπτα».
Είναι η περιγραφή της Βασιλικής Οικονομάκη, τραυματία της αμαξοστοιχίας 62 του δυστυχήματος των Τεμπών.
«Τρόμο, φόβο, δεν κατάλαβα από πού ήρθε αυτό το μπαμ. Είχα βρει και μία κοπέλα, ήταν ξαπλωμένη, της λέω: ‘Αγάπη μου τι κάνεις; Πώς είσαι; Πονάς κάπου;’. Νομίζω μου είπε στην πλάτη και στο πόδι, το πόδι είχε ακρωτηριαστεί».
Άνθρωποι που είδαν τον χειρότερο εφιάλτη να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια τους. Καπνός, φωτιά, θολούρα και φωνές που καλούσαν βοήθεια.
Η Βασιλική ήταν στο εστιατόριο του τρένου με το αγόρι της, τον Στέλιο. Συζητούσαν πόσο ωραία πέρασαν το τριήμερο με τις οικογένειές τους, όσο ήταν καθοδόν για τη Θεσσαλονίκη που σπουδάζουν.
«Ήμουν μέσα στο τρένο με το αγόρι μου. Ήμασταν στο εστιατόριο. Έγινε έκρηξη, πήρε φωτιά, έγινε χαμός. Εκείνη την στιγμή παίζαμε ένα παιχνίδι συγκεκριμένα, καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Ήταν πάρα πολύ ευχάριστο το κλίμα, ήμασταν πάρα πολύ καλά, λέγαμε τι θα κάνουμε όταν φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη. Δεν το χωράει ο νους μου το πού έχουμε βρεθεί σήμερα και τι συζητάμε».
«Ήρθαν τα πάνω κάτω»
Την ίδια ώρα στο δεύτερο βαγόνι επικρατούσε το απόλυτο χάος. Όπως περιγράφει μία 20χρονη φοιτήτρια που πήγαινε να συναντήσει τις φίλες της, ξαφνικά ήρθαν τα πάνω κάτω.
«Σε κάποια στιγμή νιώθω ένα από το φρενάρισμα και μετά βρέθηκα στον αέρα. Εκεί όλα μαύρισαν μετά. Υπήρχε η μυρωδιά του καμένου. Το δικό μας το βαγόνι σηκώθηκε στον αέρα και γύρισε ανάποδα, δηλαδή βρέθηκα ανάποδα εγώ προσωπικά, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω».
Προσπαθούσαν όλοι να καταλάβουν τι συνέβη σε κατάσταση σοκ. Εικόνες θολές, σκόρπιες σκέψεις. Μοναδικός οδηγός τους, το αίσθημα επιβίωσης.
«Κάτι έπεσε πάνω στην πλάτη μου, σηκωθήκαμε, φωνάζαμε ο ένας στον άλλον, ψάχναμε ο ένας τον άλλον. Είδα τον Στέλιο μπροστά μου, ευτυχώς ήμασταν πολύ τυχεροί. Τι να μιλήσουμε τώρα για τύχη; Να είσαι τυχερός που ζεις; Για 28€ να είμαι τυχερή που ζω;».
Η περιγραφή της Βασιλικής συγκλονίζει. Ο φίλος της και εκείνη κρατήθηκαν από το χέρι και κατάφεραν να βγουν από μία τρύπα που άνοιξε στο πάτωμα του βαγονιού.
«Καταλαβαίνω ότι το τρένο γύρισε ανάποδα, ενδεχομένως από ό,τι έμαθα μετέπειτα έπεσε άλλο βαγόνι πάνω στο δικό μας, οπότε το δικό μας βαγόνι λύγισε, γύρισε ανάποδα. Ένιωθα ότι καιγόμουν, για αυτό σηκώθηκα όρθια, ο Στέλιος ήταν ήδη όρθιος και κατεβήκαμε από μία τρύπα που βρήκαμε στο πάτωμα».
Άλλοι δημιούργησαν μία ανθρώπινη αλυσίδα σωτηρίας. Μοναδική τους διέξοδος το να πηδήξουν από το παράθυρο.
«Ήταν σπασμένο το παράθυρο, με βοήθησαν τα παιδιά να ανέβω με το χέρι και αποφασίσαμε εκεί με τα παιδιά αν και ήταν από κάτω συντρίμμια να πετάξουμε όλοι τις βαλίτσες και τα πράγματά μας και να πηδήξουμε πάνω στις βαλίτσες για να φύγουμε».
«Φοβηθήκαμε μην πάρουμε φωτιά»
Και από εκεί; Κενό. Σκοτάδι και μοναδικό φως, εκείνο της φωτιάς στα πρώτα βαγόνια.
«Εκείνη την στιγμή που βγήκα έξω είπα: ‘Πάμε να φύγουμε’, λες και ήξερα, λες και ήμουν από τη Λάρισα και ήξερα τον δρόμο και του έλεγα: ‘Πάμε από εδώ, κάπου θα βγει’. Βρήκαμε ένα κινητό ξεκλείδωτο, ένα κινητό χωρίς κωδικό, το βρήκαμε στο πάτωμα. Ήμασταν πάρα πολύ τυχεροί. Πήρα τηλέφωνο τους γονείς μου, πήρα τον μπαμπά μου, του είπα ότι καιγόμαστε».
Στο τελευταίο βαγόνι, την στιγμή της σφοδρής σύγκρουσης ένα ζευγάρι κοιμόταν.
«Με πήρε ο ύπνος και εμένα και τον σύζυγο εκείνη την στιγμή, μόλις μας πήρε ο ύπνος ακούσαμε το μπαμ και καταλάβαμε ότι σταματήσαμε απότομα. Με το που έγινε αυτό το τράνταγμα κοίταξα άμα είναι καλά η αρραβωνιαστικιά μου, ζαλιζόταν, χτύπησε στο μάτι και προσπαθούσαμε να βγούμε έξω γιατί ερχόταν καπνός και φοβηθήκαμε μην πάρουμε φωτιά».
Ευτυχώς, οι πόρτες είχαν ανοίξει και διέφυγαν με περισσότερη ευκολία.
«Ήταν από τους τυχερούς επίσης γιατί ήταν στο μοναδικό βαγόνι που είχε ηλεκτρισμό και άνοιξε η πόρτα. Από τα άλλα βαγόνια σπάγανε παράθυρα για να βγούνε, αυτό είχε ηλεκτρισμό. Με το που άνοιξε η πόρτα μύριζε πάρα πολύ καπνός, Φοβόντουσαν για έκρηξη, μαζεύτηκαν πίσω τα παιδιά και μόλις πέρασαν ένα ή δύο λεπτά και δεν έγινε η έκρηξη άρχισαν να πηδάνε και να γαντζώνονται για να ανέβουν πάνω στην εθνική οδό», λέει ο πατέρας της 20χρονης φοιτήτριας.
Τα παιδιά που βγήκαν ζωντανά από το δρομολόγιο του θανάτου ζουν πια με την εικόνα της σύγκρουσης στο μυαλό τους.
«Το κορίτσι προσπαθεί να αποβάλλει το σοκ έχουμε κάποιες φοβίες που έχουν αναπτυχθεί. Με σκοτάδι, με μοναξιές, με φως, κλειστές πόρτες. Πρέπει να βρω τον τρόπο να την υποστηρίξω ψυχολογικά γιατί κανείς δεν μιλά για την υποστήριξη των παιδιών, κανένας δεν λέει τίποτα».
Παιδιά που θα ζουν για πάντα με τα σημάδια της σύγκρουσης αποτυπωμένα στο σώμα τους και την ψυχή τους.
«Όλα μαύρισαν»
Μιλώντας στο MEGA και στον Νίκο Ευαγγελάτο, ο Άγγελος Φανουράκης, επιβάτης του Intercity 62, μίλησε για τις τραγικές στιγμές που βίωσε κατά τη σύγκρουση.
«Ήμουν στο βαγόνι νούμερο 2, τέταρτο κατά σειρά. Την ώρα της σύγκρουσης ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος, είδαμε μια μεγάλη λάμψη από τη φωτιά και μετά ακολούθησε ένα μικρό κενό. Έπειτα, το βαγόνι εκτροχιάστηκε και όλα μαύρισαν. Ήμασταν τρία άτομα μέσα στο βαγόνι αυτό και βρεθήκαμε εκτός από τις θέσεις μας».
Μετά τη σύγκρουση, μαζί με την κοπέλα που ήταν στην ίδια θέση, κατάφεραν να βγουν από το βαγόνι και να φτάσουν στο πίσω.
«Βρεθήκαμε στο βαγόνι με τα υπόλοιπα παιδιά, πετάξαμε τις βαλίτσες και μετά κρεμαστήκαμε και πηδήξαμε. Την ώρα που εκτροχιάστηκε το τρένο, χτύπησα κάτω δεξιά τη μέση μου και έχω μερικά κατάγματα».
Όπως λέει ο Άγγελος, τον κηδεμόνα που χρειάζεται να φορά για να στηρίζει τη μέση του, έπρεπε να τον πληρώσει από την τσέπη του.